- συμπαθητικοθεραπεία
- η, Νιατρ. μέθοδος θεραπείας παθήσεων που οφείλονται σε διαταραχή τού νευροφυτικού συστήματος με άμεση επίδραση τών νευρικών γαγγλίων τα οποία βρίσκονται στις ρινικές κοιλότητες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. sympathicotherapie < συμπαθητικός + θεραπεία].
Dictionary of Greek. 2013.